παλίουρος

παλίουρος
Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν ότι από τον π. το στεφάνι του Χριστού.
* * *
και πάλιουρας, ο (Α παλίουρος, ὁ, ἡ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη ραμνώδη και τού οποίου ένα είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως παλιούρι και χρησιμοποιείται για περιφράξεις
αρχ.
1. το δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλίουρος
κάδος ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οὖρον (< οὐρῶ), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων τού φυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλίουρος — Christ s thorn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούροις — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρου — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρους — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρων — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρῳ — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίουροι — παλίουρος Christ s thorn masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίουρον — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • παλιούρα — η το φυτό παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. παλίουρος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”